-
1 комбинат
комбинат м 1) (промышленный) τοκομπινάτ, το συγ κρότημα βιομηχανίας 2): \комбинат бытового обслуживания η επι χείρηση καθημερινής εξυπη ρέτησης* * *м1) ( промышленный) το κομπινάτ, το συγκρότημα βιομηχανίας2)комбина́т бытово́го обслу́живания — η επιχείρηση καθημερινής εξυπηρέτησης